ξάφνισμα

ξάφνισμα
ξάφνισμα, το και ξάφνιασμα, το, -ατος
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξαφνί(ά)ζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξάφνισμα — το βλ. ξάφνιασμα …   Dictionary of Greek

  • ξάφνιασμα — και ξάφνισμα, το [ξαφνιάζω / ξαφνίζω] 1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν 2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”